μυστικιστικός — ή, ό ο σχετιζόμενος με το μυστικισμό ή ο αναφερόμενος στο μυστικισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Κλίνγκερ, Μαξ — (Max Κlinger, 1857 – 1920). Γερμανός ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης. Στις χαλκογραφίες του απεικονίζει, με φαντασία αλλά και τραγική απαισιοδοξία, σκηνές και πρόσωπα της καθημερινής ζωής, ενώ παράλληλα θίγει οξύτατα κοινωνικά προβλήματα της… … Dictionary of Greek
Νοβάλις — (Novalis, Ομπερβίντερστετ, Μάνσφελντ 1772 – Βαϊσένφελς 1801). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ποιητή και συγγραφέα Friedrich Leopold von Hardenberg. Από αριστοκρατική οικογένεια, ανατράφηκε σε αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον και φοίτησε στη… … Dictionary of Greek